DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
μονωτική επένδυση Abdecker
μονωτικό Dämmstoff,Isolierung
μονωτικό Isolierstoff,Isolator
μόνωσις πώματος Deckelisolierung
ΜΟΠ Integrierte Mittelmeerprogramme
μοριακός άξονας Molekülachse
μορφές παρέμβασης Interventionsformen
μορφή Morph
μορφή παλμού Impulsform
μορφή παρέμβασης από ένα μόνο ταμείο Monofonds-Interventionsform
μορφικό σχήμα Abbildung
μορφολογία Morphemik
μορφολογία του πυρήνα αντιδραστήρα Kernanordnung
μορφολογία του πυρήνα αντιδραστήρα Kernkonfiguration
μορφολογία ακτής Küstenprofil
μορφολογική διαίρεση morphologische Zerlegung
μορφολογική παραγωγή Ableitung
μορφολογική παραγωγή Derivation
μορφοποιημένη με λεπτά τελειώματα Randprägung mit feiner Wellenstruktur
μουστάκι Knebelbart