DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
μετρητής ισχύος με θερμαινόμενη μεταβλητή αντίσταση Barretter
μετρητής οχημάτων karrenzaehler
μετρητής οχημάτων wagenzaehler
μετρητής πλουτωνίου Plutonium-Messer
μετρητής πυρηνικού καυσίμου σε στοιχεία Element-Zähler
μέτρηση για τιμολόγηση Verrechnungszaehlung
μέτρηση ελέγχου Kontrollzaehlung
μέτρηση με άνθρακα 14,χρονολόγηση με άνθρακα 14,χρονολόγηση με ραδιοάνθρακα 14 C-14-Datierung
μέτρηση νημάτων Fadenzähler
μέτρηση παλμών Impulszahl
μέτρηση παλμών Zaehlung
μέτρηση περιεκτικότητας ινών Faseranzahl
μετρήσιμος, ανακοινώσιμος και επαληθεύσιμος messbar, dokumentierbar und nachprüfbar
μετριάζομαι Abate
μετριάζομαι nachlassen,abflauen,mäßigen,abschwächen,reduzieren,vermindern
μετριάζω dämpfen
μετριάζω mindern
μετριάζω schwächen
μετριασμός Abschwächung
μετριασμός των ζημιών Schadensbegrenzung