DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Insurance (2733 entries)
μείωση κεφαλαίου αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου εντός ορισμένης χρονικής περιόδου reduzierte Deckung
μελέτη αγοράς Marktforschungsvorhaben
μελλοντική πρόσοδος aufgeschobene Rente
μέλος Teilhaber
μέλος της οικογενείας συντηρούμενο από τον ασφαλισμένο unterhaltsberechtigtes Familienmitglied
μέλος των Λόυδς Mitglied der Lloyd's
μέλος των Λόυδς που δεν μπορεί να ασκεί αντεράιτιγκ Mitglied der Lloyd's,das kein neues Risiko annehmen kann
μέλος εταίρος Genossenschafter
μεμονωμένη πράξη Einzelgeschäft
μερικές δαπάνες Sonderausgaben
μερική ανικανότητα για εργασία Minderung der Arbeitsfähigkeit
μερική ανικανότητα για εργασία Minderung der Erwerbsfähigkeit
μερική ανικανότητα για εργασία verminderte Arbeitsfähigkeit
μερική ανικανότητα για εργασία verminderte Erwerbsfähigkeit
μερική ζημία Partikularhavarie
μερικώς μη συνδεδεμένη βοήθεια teilweise ungebundene Entwicklungshilfe
μερικώς μη συνδεδεμένη χρηματοδοτική βοήθεια teilweise ungebundene Entwicklungshilfefinanzierung
μέριμνα για τους επιζώντες Hinterbliebenenbezug
μέριμνα για τους επιζώντες Hinterbliebenenversorgung
μέριμνα για τους επιζώντες Leistungen an Hinterbliebene