DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
κατ'αποκοπή ποσό της εξαγοράς pauschaler Rückkaufwert
κατ'αποκοπήν ποσό εξαγοράς των δικαιωμάτων pauschaler Rueckkaufwert
κατ'εξαίρεση ausnahmsweise
κατ'εξαίρεση in Ausnahmefällen
κατ'επέκταση επιφάνεια extrapolierte Grenze
κατ'επέκταση επιφάνεια extrapolierte Reaktorbegrenzung
κατ'οίκον επίσκεψη του ασθενούς Hausbesuch
κατά τα άρθρα 12,13 και 14 nach Massgabe der Artikel l2,l3 und l4
κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο S58
κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο als gefährlichen Abfall entsorgen
κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής waehrend der Ausuebung und nach Ablauf ihrer Amtstaetigkeit
κατά τη διάρκεια δύο συνεχών ετών waehrend zweier aufeinanderfolgender Jahre
κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο R30
κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο kann bei Gebrauch leicht entzündlich werden
κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα R18
κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα bei Gebrauch Bildung explosiver/leichtentzündlicher Dampf-Luftgemische möglich
κατά την έννοια του άρθρου 2 im Sinne des Artikels 2
κατά το άρθρο 125 gemaess Artikel 125
κατά βούληση beliebig
κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου gewollte asymmetrische Brennstoffverteilung