DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
κατ' αρχήν συμφωνία grundsätzliche Einigung
κατ' εντολή im Auftrag
κατ' εντολή in Vertretung
κατ' εντολή kraft Ermächtigung
κατ'αποκοπή τιμή Inklusivpreis
κατ'αποκοπή τιμή Pauschalpreis
κατ'αποκοπή ενίσχυση Pauschalbeihilfe
κατ'αποκοπή ποσό της εξαγοράς pauschaler Rückkaufwert
κατ'αποκοπήν ποσό εξαγοράς των δικαιωμάτων pauschaler Rueckkaufwert
κατ'εξαίρεση ausnahmsweise
κατ'εξαίρεση in Ausnahmefällen
κατ'επέκταση επιφάνεια extrapolierte Grenze
κατ'επέκταση επιφάνεια extrapolierte Reaktorbegrenzung
κατ'οίκον επίσκεψη του ασθενούς Hausbesuch
κατά τα άρθρα 12,13 και 14 nach Massgabe der Artikel l2,l3 und l4
κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο S58
κατά τη διάθεσή του να θεωρηθεί επικίνδυνο απόβλητο als gefährlichen Abfall entsorgen
κατά τη διάρκεια της θητείας τους και μετά την λήξη αυτής waehrend der Ausuebung und nach Ablauf ihrer Amtstaetigkeit
κατά τη διάρκεια δύο συνεχών ετών waehrend zweier aufeinanderfolgender Jahre
κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο R30