DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
διαπιστεύον κράτος Entsendestaat
διαπίστευση Akkreditierung
διαπιστωθέντα ασθενή σημεία festgestellte Mängel
διαπιστωθέντα ασθενή σημεία festgestellter Verbesserungsbedarf
διαπιστώνει με απόφαση durch Entscheidung feststellen
διαπιστώνω την έλλειψη απαρτίας Feststellung der Beschlußfähigkeit
διαπίστωση της καταληκτικής κατάστασης του μισθίου abschließender Ortsbefund
διαπίστωση της υπάρξεως του απαιτουμένου αριθμού Feststellung der Beschlußfähigkeit
διαπίστωση εκ πρώτη όψεως auf den ersten Blick eindeutige Feststellung
διαπίστωση παράβασης Ermittlung von Verstößen
διαπίστωση ύπαρξης πλειοψηφίας Feststellung der vorhandenen Mehrheit
διαποτισμός Einweichen
διαπράττω εκ προθέσεως ή εξ αμελείας σοβαρή παράλειψη εκπλήρωσης του υπηρεσιακού καθήκοντος vorsaetzlich oder fahrlaessig die Pflichten groeblich verletzen
διαπραγματευτής των τιμών φυσικού αερίου Verhandlungen über die Gastarife
διαπραγματευτής με πλήρεις εξουσίες vollwertiger Verhandlungspartner
διαπραγματευτής με πλήρη δικαιώματα vollwertiger Verhandlungspartner
διαπραγματευτική οδηγία Verhandlungsdirektive
διαπραγματευτικό κεφάλαιο Verhandlungskapitel
διαπραγματευτικό πλαίσιο Verhandlungsrahmen
διαπραγματευτικό πλαίσιο Verhandlungsbox