DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Transport (42679 entries)
δέστρα αγκυροβολίας Haltepfahl
δέστρα αγκυροβολίας Poller
δέστρα αγκυροβολίας Schiffshalter
δέστρα καταστρώματος Deckpoller
δέστρα κλίμακας ανόδου σε πλοίο Gangbordpoller
δέστρα μεσαίας κλίμακας πλοίου Mittelgangbordpoller
δέστρα προκυμαίας Festmacheleine
δέστρα προκυμαίας Poller
δέστρα προκυμαίας Vertaeupoller
δέστρα πρυμναίας κλίμακας ανόδου hinterer Gangbordpoller
δέσατε τις ζώνες καθισμάτων bitte anschnallen
δέσιμο Sorrtau
δεσμευτική σύμπλεξη χάραξης δρομολογίου Fahrstrassensperre
δεσμευτική σύμπλεξη χάραξης δρομολογίου Fahrstrassenverschluss
δεσμευτική σύμπλεξη χάραξης δρομολογίου Fahrstraßenfestlegung
δεσμευτικός έλεγχος zwangsläufig wirkende Überwachung
δεσμευμένη γυρομαγνητική πυξίδα kompassgestützter Kreiselkompass
δεσμευμένος χρόνος παραμονής αεροσκάφους στο έδαφος Blockierung von Zeiten
δέσμευση Streckenanfangsblock
δέσμευση Vorblock