DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Labor law (3463 entries)
απασχολούμενος στις διεθνείς μεταφορές Arbeitnehmer im internationalen Verkehrswesen
απεργία ζήλου Dienst nach Vorschrift
απεργοσπάστης Streikbrecher
απέχω dem Dienst fernbleiben
απέχω der Arbeit fernbleiben
αποτίμηση των επιπτώσεων της τεχνολογίας Technologiefolgeabschätzung
απότομη αλλαγή της διαφάνειας plötzlicher Hell-Dunkel-Wechsel
αποδεικτικό ναυτικής ικανότητας για τα σκάφη Schifferpatent
αποδεκτό φορτίο επί του οπισθίου άξονος Hinterachslast
αποδέχονται κάθε πραγματική προσφορά εργασίας sich um tatsaechlich angebotene Stellen bewerben
απόδοση Arbeitsleistung
απόδοση εργασίας Arbeitsertrag
απόδοση εργασίας Arbeitsleistung
αποδοχές από την άσκηση δραστηριότητας Aktivgehalt
αποδοχές,μισθοί και λοιπές αμοιβές των υπαλλήλων Gehaelter,Loehne und andere Bezuege der Beamten
αποδοχή για λόγους μισθωτής απασχόλησης Zulassung zur Ausübung einer abhängigen Erwerbstätigkeit
αποδυτήρια Bauhuette
αποδυτήρια εντός της περιοχής ραδιενεργού απορρυπάνσεως Umkleideraum in der Dekontaminierungszone
αποζημιώσεις επανεγκαταστάσεως στους εργαζομένους Umsiedlungsbeihilfen zugunsten der Arbeitnehmer
αποζημίωση ατυχημάτων εργασίας Entschädigung eines Arbeitsunfalls