Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
αναχώρηση που δεν πραγματοποιείται με τη βούληση του αλλοδαπού ; αναχώρηση που δεν πραγματοποιείται οικειοθελώς
freiwillige Ausreise
Ανδαλουσιανό Κόμμα
Andalusische Partei
άνδρας
Ehemann
ανεκτή δόση
Toleranz-Dosis
ανεκτή ζημία
tolerierbarer Schaden
ανέκκλητη ανάληψη υποχρέωσης
unwiderrufliche Verpflichtung
ανελαστικότητα
Anelastizität
ανεμογεννήτρια θάλασσας
Offshore-Anlage
ανεμογεννήτρια οριζόντιου άξονα
Horizontalachsen-Maschine
ανεμογεννήτρια οριζόντιου άξονα
Horizontalachsen-Windkraftanlage
ανεμογεννήτρια οριζόντιου άξονα
Horizontalachsen-Windrad
ανεμογεννήτρια οριζόντιου άξονα
Horizontalläufer
ανεμογεννήτρια οριζόντιου άξονα
Windanlage mit horizontaler Rotorachse
ανεμογεννήτρια οριζόντιου άξονα
Windturbine mit horizontaler Achse
ανεμογεννήτρια σταθερής ταχύτητας
Windturbine mit konstanter Geschwindigkeit
ανεμοστρόβιλος
Luftwirbel
ανενεργά πυρομαχικά
Blindlenkflugkörper
ανενεργή οπλική κεφαλή
Übungskopf
ανενεργό τμήμα,τμήμα εκτός τάσεως,νεκρό τμήμα
nichtstromführendes Teil
ανεξάρτητα κράτη της Κεντρικής Ασίας
unabhängige Staaten Zentralasiens
Get short URL