Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Chemistry
(20743 entries)
αγώγιμο χρώμα
Strom leitender Lack
αγωγιμομετρική κυψελίδα
Leitfähigkeitsmesszelle
αγωγοί έγχυσης-απόσυρσης
Speicheranschlußleitung
αγωγός τροφοδότησης ψυχρού νερού
Kaltwasserrohr
αγωγός αέρα-απαερίων
Luft/Abgas-Schornstein in einschenkeliger Bauweise
αγωγός αερίου
Gasleitung
αγωγός αερίου
Gasverteilleitung
αγωγός αερίου αεριογόνου συσκευής
Generatorgaskanal
αγωγός αερίου αεριογόνου συσκευής
Oxidkanal
αγωγός αναστολής ρωγμών
Rißauffangrohr
αγωγός απαερίων
Abgaskanal
αγωγός απαερίων
Abgasrohr
αγωγός διαμετακόμισης
Transitgasleitung
αγωγός εκφόρτωσης υγρού φορτίου
Abflussrohr
αγωγός ενίσχυσης
Rißauffangrohr
αγωγός εξαερισμού
Entlüftungsrohr
αγωγός επαφής
Kontaktelektrode
αγωγός καθόδου
Ablauf
αγωγός καθόδου
Ablaufrohr
αγωγός καθόδου
Ueberlaufrohr
Get short URL