DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (14916 entries)
το στοιχείο που προορίζεται να εξασφαλίσει την προστασία της μεταποιητικής βιομηχανίας der Bestandteil zum Schutz der Verarbeitungsindustrie
το Συμβούλιο διασφαλίζει το συντονισμό της γενικής οικονομική πολιτικής der Rat sorgt fuer die Abstimmung der Wirtschaftspolitik
το Συμβούλιο εξουσιοδοτεί την Eπιτροπή να αρχίσει τις διαπραγματεύσεις der Rat ermaechtigt die Kommission,die Verhandlungen einzuleiten
το σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί aufteilbare Ausgaben
το σύνολο των δαπανών που έχουν κατανεμηθεί aufteilbare Gesamtausgaben
το σύνολο των εδαφών των κρατών μελών die Gesamtheit der Hoheitsgebiete der Mitgliedstaaten
Τόγκο Togo
τοιχοκόλληση Aushang
τοίχωμα καθόδου Luksuell
τοίχωμα καθόδου Suell
Τοκελάου Tokelau
τόκοι και πριμ αποταμιεύσεων που καταβάλλονται την ίδια χρονική στιγμή με το κεφάλαιο bei Auszahlung des Kapitals fällige Zinsen und Sparprämien
τόκοι προερχόμενοι από την επένδυση των τεχνικών αποθεματικών versicherungstechnische Zinsen aus der Anlage der technischen Rückstellungen
τόκοι υπερημερίας Verzugszins
τόκοι υπερημερίας Verzugszinsen
τόκοι,κέρδη ή ζημίες που διανέμονται στους ασφαλισμένους Zinsen,Gewinne und Verluste,die an die Versicherten ausgezahlt worden sind
τόκος Zins
τόκος που πληρώνεται προκαταβολικά im voraus gezahlte Zinsen
τόκος που πρόκειται να καταβληθεί στο πλαίσιο ρυθμίσεων αναδιάταξης Zins, der aufgrund von Umschuldungen zu zahlen ist
τομεακές δαπάνες Kostenstelle