Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
German
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(24000 entries)
καταστροφική δοκιμή
zerstoerende Pruefung
καταστροφική δοκιμή
zerstoerender Versuch
καταστροφική ικανότητα
Vernichtungspotential
καταστροφική ικανότητα
Zerstörungskraft
κατάσβεση πυρκαγιάς,πυρόσβεση
Feuerlöschen,Brandlöschen
κατάσβεσις διά της μεθόδου της προσπεράσεως
überschlagender Einsatz
κατασκευαστικά εξαρτήματα του εσωτερικού του πυρήνα του αντιδραστήρα
Kerneinbauten
κατασκευαστικό εξάρτημα του εσωτερικού του πυρήνα του αντιδραστήρα
Kerneinsatzteil
κατασκευαστικό εξάρτημα του εσωτερικού του πυρήνα του αντιδραστήρα
Teil der Kerneinbauten
κατασκεύασμα
Einrichtung
κατασκευασμένο νανοϋλικό
technisch hergestelltes Nanomaterial
κατασκευές σάντουιτς
Sandwichkonstruktion
κατασκευή ελαφρών όπλων και των πυρομαχικών τους
Herstellung von leichten Waffen und deren Munition
κατασκευή κατά παραγγελία
außer Serie
κατασκευή κατοικιών
Wohnbautätigkeit
κατασκευή κατοικιών
Wohnungsbau
κατασκευή προ-πρωτοτύπου
Premastering
κατασκευή, εξώνηση και εκμετάλλευση
Build-Transfer-Operate
κατασκοπευτικός δορυφόρος
Spionagesatellit
καταχρηστική διεύρυνση αποστολής
schleichende Ausweitung des Einsatzes
Get short URL