DictionaryForumContacts

   Greek German
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Business (587 entries)
εταίρος Teilhaber oder Gesellschafter von Personengesellschaften
εταίρος της επιχειρήσεως του οφειλέτη Gesellschafter des Schuldnerunternehmens
ετερόρρυθμες εταιρίες Kommanditgesellschaften
ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία Kommanditgesellschaft auf Aktien
ετερρόρυθμος εταιρεία διά μετοχών Kommanditaktiengesellschaft
ετερρόρυθμος εταιρεία διά μετοχών Kommanditgesellschaft auf Aktien
έτος λειτουργίας Betriebsjahr
εγγράφω στο παθητικό; εγγραφή στο παθητικό auf der Passivseite ausweisen
εγγυώμαι για τις υποχρεώσεις τρίτου die Verpflichtungen eines Dritten übernehmen
εθνική-τοπική ασφαλιστική εταιρία Inlandsgesellschaft
ειδική εκκαθάριση Sonderliquidation
είδος προϊόντος Art der Waren
είμαι κάτοχος μετοχών ή μεριδίων Aktien oder Anteile besitzen
είμαι ονομαστικός auf den Namen lauten
εισηγμένος (που έχει εισαχθεί) σε χρηματιστήριο an einer zugelassenen Börse notierte Kapitalanlagen
έκτακτα αποτελέσματα μετά την αφαίρεση των φόρων ausserordentliches Ergebnis nach Steuern
εκτελεστότητα αποφάσεων Vollstreckbarkeit von Entscheidungen
εκκαθαριστής Liquidator
εκκαθαριστής amtlicher Liquidator
εκκαθάριση της περιουσίας του οφειλέτη Liquidation des Schuldnervermögens