DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Employment (99 entries)
έμμεσος εργοδότης Entleiher, Entleihunternehmen
εξασφαλίζει στους εργαζομένους μία παραγωγική επαναπασχόληση den Arbeitskraeften eine produktive Wiederbeschaeftigung sichern
επαγγελματική δραστηριότητα Erwerbstätigkeit
επαγγελματική δραστηριότητα berufliche Tätigkeit
επαγγελματική δραστηριότητα gewerbliche oder berufliche Tätigkeit
επαγγελματική ειδικότητα berufliche Befähigung
επαγγελματική ειδικότητα berufliche Qualifikation
επαγγελματική ειδικότητα fachliche Befähigung
επαγγελματική ειδικότητα fachliche Qualifikation
επαγγελματική ειδικότητα spezifische bzw. berufliche Fähigkeiten und/oder Fach-/Sachkenntnisse
επαγγελματική κατάρτιση κατά την εργασία Ausbildung am Arbeitsplatz
επίδομα μετάβασης Überbrückungsbeihilfe
εποχική απασχόληση Saisonarbeit
εποχική απασχόληση Saisonbeschäftigung
εποχική απασχόληση saisonale Beschäftigung
εργαζόμενος σε πολύ μειονεκτική θέση stark benachteiligte Arbeitnehmer
εργοδότης Dienstherr
ευρω-σύμβουλος Euroberater
ευρωπαϊκή πύλη για την επαγγελματική κινητικότητα Europäisches Portal zur beruflichen Mobilität
ευρωπαϊκή πύλη για την επαγγελματική κινητικότητα EURES-Portal