DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject General (24000 entries)
κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο R30
κατά τη χρήση γίνεται λίαν εύφλεκτο kann bei Gebrauch leicht entzündlich werden
κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα R18
κατά τη χρήση μπορεί να σχηματίσει εύφλεκτα/εκρηκτικά μίγματα ατμού-αέρα bei Gebrauch Bildung explosiver/leichtentzündlicher Dampf-Luftgemische möglich
κατά την έννοια του άρθρου 2 im Sinne des Artikels 2
κατά το άρθρο 125 gemaess Artikel 125
κατά βούληση beliebig
κατά βούληση ασύμμετρη κατανομή του πυρηνικού καυσίμου gewollte asymmetrische Brennstoffverteilung
κατά διαμερίσματα διάταξη του εξοπλισμού geschottete Anordnung der Anlagen
κατά κανόνα im Wege regulärer Verfahren
κατά κεφαλή αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων Lohn- und Gehaltsmasse pro Kopf im oeffentlichen Dienst
κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 abweichend von AbsatZ 1
κατά περίπτωση je nach Lage des Falles
κατά φθίνουσα ιεραρχική τάξη in absteigender Rangfolge
κατάταξη Einstufung
κατάταξη της πυρκαγιάς Klassifizierung von Bränden
κατάταξη μεταφορών ΟΗΕ UN Transportklassifikation
κατάταξη ΟΗΕ UN Klassifikation
κατάταξη σε βαθμό Einstufung in die Besoldungsgruppe
κατατίθεται στο αρχείο im Archiv hinterlegt werden