DictionaryForumContacts

   
Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Environment (17443 entries)
ιδρυματοποίηση Institutionalisierung
ΙΕΚ Ausbildungsstätte
ΙΕΟ Säureneutralisierungsvermögen
ιεραρχία του ραμφίσματος Hackordnung
ιεραρχική τάξη Rangordnung
ίζημα Sinkstoff
ίζημα Rückstand
ίζημα/προσχωματικό υλικό Sediment
ιζηματαπόθεση [γεωλογικός όρος] Sedimentation (geologisch)
ιζηματογένεση Sedimentation (geologisch)
ιζηματογένεση/ιζηματαπόθεση [γεωλογικός όρος] Sedimentation (geologisch
ιζηματογενής λεκάνη Sedimentationsbecken
ιθαγενή είδη (ζώων ή φυτών) einheimische Art
ικανότητα τερατογένεσης Teratogenität
ικανότητα της φύσεως για αναγέννηση Regenerationsvermögen der Natur
ικανότητα του εδάφους Bodennutzbarkeit
ικανότητα αειφόρου προσαρμογής Fähigkeit zur nachhaltigen Anpassung
ικανότητα αντιμετώπισης καταστροφών Katastrophenabwehrkapazität
ικανότητα αντιμετώπισης καταστροφών Reaktionsfähigkeit im Katastrophenfall
ικανότητα ανανέωσης του οξυγόνου του νερού Vermögen des Wassers, seinen Sauerstoffgehalt zu erhöhen