DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Education (2076 entries)
γλώσσα διερεύνησης προσεγγίζουσα τη φυσιολογική φρασεολογία Abfragesprache,die sich dem normalen Sprachgebrauch annähert
γλώσσα ελέγχου παραγωγής Produktionsbetriebssprache
γλώσσα εργασίας Ergaenzungssprache
γλώσσα εργασίας erste Fremdsprache
γλώσσα εργασίας erste Sprache
γλώσσα μακροεντολών Makrobefehlsprache
γλωσσική αξιολόγηση Bewertung von Sprachkenntnissen
γλωσσική κατάρτιση Fremdsprachenausbildung
γλωσσικό μάθημα Sprachkurs
γλωσσικό μέρος του διδακτικού υλικού Begleitsprache der "Courseware"
γνωστική δεξιότητα kognitive Fähigkeit
γνώση και ικανότητα λειτουργικής χρήσης της αριθμητικής mathematische Befähigung
γνώση και ικανότητα λειτουργικής χρήσης της αριθμητικής rechnerisch-mathematische Denkfähigkeit
γνώση και ικανότητα λειτουργικής χρήσης της αριθμητικής rechnerische Fähigkeiten
γνωσιακή επιστήμη kognitive Wissenschaften
γραμματέας του Διευθυντή του Σχολείου Sekretaerin des Schulleiters
γραπτές εξετάσεις schriftliche Pruefung
γραπτές εξετάσεις schriftliche Pruefungsarbeiten
γραπτές παρατηρήσεις Bemerkung
γραπτή άσκηση Aufsatz