Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Latvian
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Finances
(2110 entries)
Ίδρυμα Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών
papildpensijas kapitāla uzkrāšanas institūcija
Όμιλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων
Eiropas Investīciju bankas grupa
Όμιλος της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων
EIB grupa
ατομικά επενδυτικά κεφάλαια
individuālo ieguldījumu fonds
ατομική δημοσιονομική δέσμευση
atsevišķa budžeta saistība
ατομική δημοσιονομική δέσμευση
individuāla budžeta saistība
άτομο που χειρίζεται μετρητά λόγω του επαγγέλματός του
skaidras naudas apstrādes iestāde
άτυπη αγορά
"pelēkais" tirgus
αγαθό που υπάγεται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης
akcīzes prece
αγορά τοις μετρητοίς; τρέχουσα αγορά; αγορά spot; υποκείμενη αγορά
aktuāltirgus
αγορά τοις μετρητοίς; τρέχουσα αγορά; αγορά spot; υποκείμενη αγορά
tūlītējais tirgus
αγορά ασφαλειών
nodrošinājuma tirgus
αγορά κεφαλαίων
kapitāla tirgus
αγορά παραγώγων
atvasināto finanšu instrumentu tirgus
αγορά παραγώγων
atvasināto instrumentu tirgus
αγορά παραγώγων προϊόντων
atvasināto finanšu instrumentu tirgus
αγορά παραγώγων προϊόντων
atvasināto instrumentu tirgus
αγορά στη χώρα υποδοχής
uzņemošās valsts tirgus
αγορά συμφωνιών επαναγοράς
repo tirgus
αγοραία αξία
tirgus vērtība
Get short URL