DictionaryForumContacts

   Greek Dutch
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Medical (48289 entries)
μοναδική ενέσιμη δόση injecteerbare doseringseenheid
μοναδική ενέσιμη δόση injecteerbare dosis per keer
μονάς του Kienboeck eenheid van Kienböck
μονή ήμερήσια δόση eenmalige dagdosis
μονή-τυφλή δοκιμασία enkelblind onderzoek
μονή-τυφλή δοκιμασία vergelijking op enkelblinde manier
μονήρες άτομο δημιουργημένο από δύο ωάρια γονιμοποιηθέντα ταυτόχρονα chimaera
μονήρες άτομο δημιουργημένο από δύο ωάρια γονιμοποιηθέντα ταυτόχρονα individu samengesteld uit twee gelijktijdig bevruchte eicellen van verschillende genetische afkomst
μονήρες αγγείωμα angioma capillare
μονήρες αγγείωμα angioma planum
μονήρες αγγείωμα angioma simplex
μονήρες αγγείωμα angioma vinosum
μονήρες αγγείωμα wijnvlek
μονήρεσ κερατοποιημένο αιμαγγείωμα angioma simplex nodulare
μονήρεσ κερατοποιημένο αιμαγγείωμα angioma simplex verrucosum
μονήρη λεμφοξίδια του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου darmfollikels
μονήρη λεμφοξίδια του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου noduli lymphatici solitarii
μονήρη λεμφοξίδια του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου solitaire follikels
μονήρης οζώδης ασβέστωσις solitaire nodulaire calcinosis
μονήρης πέμφιγα pemphigus solitarius