DictionaryForumContacts

   Greek Dutch
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Metallurgy (11605 entries)
διαμήκης τόρνευση langsdraaien
διαμήκης τραχύτητα langsruwheid
διαμήκης επιμήκυνση rek in langsrichting
διαμήκης λείανση langsslijpen
διαμήκης μήκυνση rek in langsrichting
διαμήκης οπή ovaal gat
διαμήκης οπή slobgat
διαμήκης οπλισμός steunpuntswapening
διαμήκης πλαστικοποίηση gedeeltelijk vloeien tussen de doorsneden
διαμήκης ρωγμή langsscheur
διαμοιραστής verdeelbak
διαμορφικός παράγοντας vormfactor
διαμορφωτική τύπωση χωρίς ρινίσματα ponsen zonder braamvorming
διαμορφωτική ικανότητα vervormbaarheid
διαμορφωτικό εργαλείο απολήξεων ελασμάτων bordelgereedschap
διαμορφωτικό εργαλείο απολήξεων ελασμάτων omzetgereedschap
διαμορφωμένο άκρο συγκολλήσεως voorbewerkte laskant
διαμόρφωση vormgeving
διαμόρφωση των άκρων συγκολλήσεως voorbewerking
διαμόρφωση απολήξεων με έλαση bordelen met profielrollen