DictionaryForumContacts

   Greek Dutch
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (22803 entries)
Διαπεριφερειακή ομάδα interregionale groep
διαπεριφερειακή ομάδα "Δούναβης" interregionale groep Donau
Διαπεριφερειακή ομάδα "Περιφέρειες της Βαλτικής Θάλασσας" interregionale groep Oostzeeregio's
διαπεριφερειακή ομάδα Ιονίου-Αδριατικής Interregionale groep Adriatisch-Ionische Zee
διαπεριφερειακή ομάδα Σάαρ-Λωρ-Λουξ interregionale groep Saar-Lor-Lux
διαπεριφερειακή συμφωνία-πλαίσιο για συνεργασία interregionale kaderovereenkomst voor samenwerking
διαπεριφερειακή συνεργασία interregionale samenwerking
διαπιστευτικός κανόνας accrediteringsregel
διαπιστευτικός κανόνας akkrediteringsregel
διαπιστευμένη αποστολή geaccrediteerde missie
διαπιστευμένος βοηθός geaccrediteerd assistent
διαπιστευμένος βοηθός geaccrediteerd parlementair medewerker
διαπιστευμένος εγκατεστημένος αντιπρόσωπος residerend geaccrediteerd vertegenwoordiger
διαπιστεύον κράτος zendstaat
διαπίστευση accreditering
διαπιστωθέντα ασθενή σημεία geïdentificeerde lessen
διαπιστώνει με απόφαση bij beschikking vaststellen
διαπιστώνω την έλλειψη απαρτίας vaststelling van het quorum
διαπίστωση της καταληκτικής κατάστασης του μισθίου eindinventarisatie
διαπίστωση της υπάρξεως του απαιτουμένου αριθμού vaststelling van het quorum