DictionaryForumContacts

   Greek Italian
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Employment (189 entries)
εικονική ομάδα team virtuale
εικονικό κέντρο κλήσεων call centre virtuale
εκπρόσωπος των μισθωτών rappresentante dei lavoratori (subordinati)
εκπρόσωπος σωματείου σε εργασιακό χώρο rappresentante sindacale
ελεύθερος επαγγελματίας lavoratore autonomo
εξασφαλίζει στους εργαζομένους μία παραγωγική επαναπασχόληση assicurare ai lavoratori una nuova occupazione produttiva
εξωτερικός συνεργάτης free lance
επαγγελματική ανέλιξη sviluppo professionale
επαγγελματική δραστηριότητα attività professionale
επαγγελματική ειδικότητα qualifica
επαγγελματική ειδικότητα qualifica professionale
επαγγελματική κατάρτιση κατά την εργασία formazione nell'impresa
επίδομα μετάβασης indennità-ponte
επιμερισμός της θέσης εργασίας lavoro condiviso
εποχική απασχόληση lavoro stagionale
εργάτης lavoratore manuale
εργαζόμενος με πλήρη απασχόληση lavoratore a tempo pieno
εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης impiegato a tempo pieno
εργαζόμενος σε πολύ μειονεκτική θέση lavoratore molto svantaggiato
εργασία το Σαββατοκύριακο lavoro domenicale