Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Italian
Α
Β
Γ
Δ
Ε Ζ Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ Ψ Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Oil / petroleum
(129 entries)
δείκτης ιξώδους κατά SAE
viscosità SAE
διάτρηση υπό γωνία
perforazione deviata
διάτρηση υπό γωνία
perforazione direzionale
διάτρηση υπό γωνία
perforazione direzionata
διάτρηση υπό γωνία
perforazione orientata
έγκλειστο πετρέλαιο
tight oil
έγκλειστο πετρέλαιο
petrolio da scisti bituminosi
ειδικό βάρος κατά API
densità API
ειδικό βάρος κατά API
gravità API
ειδικό βάρος κατά το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου
densità API
ειδικό βάρος κατά το Αμερικανικό Ινστιτούτο Πετρελαίου
gravità API
εκατομμύριο,-α βαρέλια την ημέρα
milioni di barili al giorno
ελαφρύ αργό πετρέλαιο
greggio leggero
εξαέρωση
venting
εξαέρωση
rilascio in atmosfera
εξανθράκωση πετρελαίου
coking del petrolio
εξέδρα γεώτρησης
piattaforma di perforazione
εξευγενισμός
depurazione
εξόρυξη και διύλιση υγρών καυσίμων
estrazione e raffinazione dei combustibili liquidi
Επιτροπή για την εφαρμογή της οδηγίας σχετικά με την προσέγγιση των μέτρων στον τομέα της ασφάλειας του εφοδιασμού με προϊόντα πετρελαίου
Comitato per l'attuazione della direttiva relativa al ravvicinamento delle misure in materia di sicurezza degli approvvigionamenti di prodotti petroliferi
Get short URL