DictionaryForumContacts

   Greek Italian
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (25249 entries)
ικανότητα για συλλογική εργασία attitudine al lavoro in gruppo
ικανότητα διείσδυσης capacità di penetrazione
ικανότητα εισχώρησης capacità di penetrazione
ικανότητα επαγγελματικής ένταξης impiegabilità
ικανότητα επαγγελματικής ένταξης occupabilità
ικανότητα επαγρύπνησης capacità di vigilanza
ικανότητα επιβίωσης capacità di sopravvivenza
ικανότητα καταστροφής capacità distruttiva
ικανότητα καταστροφής potenza distruttiva
ικανότητα καταστροφής potenziale distruttivo
ικανότητα ολοκληρωτικής καταστροφής capacità di "overkill"
ικανότητα ολοκληρωτικής καταστροφής sovracapacità distruttiva
ικανότητα πραγματοποίησης καινοτομιών capacità di innovazione
ικανότητα πρώτου πλήγματος capacità di primo attacco
ικανότητα πρώτου πλήγματος capacità di primo colpo
ικανότητα συλλογής efficacia del prelievo
ικανότητες υψηλής ετοιμότητας capacità ad alta prontezza
ικανότης competenza
ικανότης professionalità
ικανότης ασφαλούς θέσεως εκτός λειτουργίας της εγκαταστάσεως Capacità di spegnere l'impianto in sicurezza