Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18295 entries)
μονάδα διηθήσεως
filtreringsanlæg
μονάδα διήθησης με ενώσεις σιδήρου
jernklaringsanlæg
μονάδα επεξεργασίας αποβλήτων
affaldsbehandlingsanlæg
μονάδα επεξεργασίας επιφανειών
bejdseanlæg
μονάδα επεξεργασίας επιφανειών
(οξίνισης)
bejdseanlæg
μονάδα
(σταθμός)
επεξεργασίας λυμάτων
spildevandsrensningsanlæg
μονάδα
(σταθμός)
επεξεργασίας λυμάτων
μονάδα επίπλευσης
flotationstank
μονάδα ηλεκρτοπαραγωγής
elektricitetsforvaltning
μονάδα θέρμανσης
varmekraftværk
μονάδα θέρμανσης
varmeanlæg
μονάδα θέρμανσης από τα απόβλητα
affaldsdrevet varmekraftværk
μονάδα ισοδύναμου πληθυσμού
personækvivalent
μονάδα ισοδύναμου πληθυσμού 1 ι.π.
personækvivalent
μονάδα κατακράτησης της σκόνης
støvfilter
μονάδα
(σταθμός)
καθαρισμού
rensningsanlæg
μονάδα
(σταθμός)
καθαρισμού των υδάτων
vandrensningsanlæg
μονάδα μείωσης των εκπομπών
emissionsreduktionsenhed
μονάδα μιας μόνο φάσεως ανάκτησης
anlæg med en genvindingsfase
μονάδα νοικοκυριού
privat husstand
Get short URL