DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Environment (18294 entries)
βιοαποικοδομήσιμη οργανική ύλη fermenterbart organisk stof
βιοαποικοδομήσιμη οργανική ύλη forgærbart organisk stof
βιοαποικοδομήσιμο απορρυπαντικό biologisk nedbrydelig detergent
βιοαποικοδομήσιμο απορρυπαντικό bionedbrydelig detergent
βιοαποικοδομήσιμο απορρυπαντικό blød detergent
βιοαποικοδομησιμότητα biologisk nedbrydelighed
βιοαποικοδομησιμότητα bionedbrydelighed
βιοαποικοδομησιμότητα του απορρυπαντικού detergents biologiske nedbrydelighed
βιοαποικοδομησιμότητα του απορρυπαντικού detergents bionedbrydelighed
βιοαποικοδομησιμότητα ανιοντικού επιφανειοδραστικού anionaktivt overfladeaktivt stofs bionedbrydelighed
βιοαποικοδομήσιμος σάκος απορριμμάτων engangstype
βιοαρχιτεκτονική bio-arkitektur
βιοασφάλεια biosikkerhed
βιογενετικό απόθεμα biogenetisk reserve
βιογενείς εκπομπές στην περιοχή της Μεσογείου biogen emission i Middelhavsområde
βιογενές καύσιμο biomassebrændstof
βιογεωγραφία biogeografi
βιογεωγραφικές περιοχές biogeografiske områder
βιογεωγραφική περιοχή biogeografisk region
βιογεωχημεία biogeokemi