Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
ανώτατο δικαστήριο
højere retsinstans
ανώτατο όριο τιμών
prisloft
ανώτατο όριο δασμού
toldloft
Ανώτατο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Σχολείων
Det øverste Råd
Ανώτατο Συμβούλιο των Ευρωπαϊκών Σχολείων
Europaskolernes Øverste Råd
ανώτατο ύψος για την απώλεια αναλογίας
loft for relativitetstabet
ανώτερη τάξη
overklasse
ανώτερο στέλεχος
overordnet funktionær
ανώμαλες κινήσεις τιμών
unormale prisbevægelser
ανωμαλία εκμετάλλευσης
driftsuheld
ανώνυμη εταιρεία
aktieselskab
αξία
værdi
αξία cif των εισαγόμενων αγαθών
cif-værdien af de importerede varer
αξία cif ανά μονάδα
enhedsværdi cif
αξία της εξαγωγικής σύμβασης
eksportkontraktværdi
αξία της παραγωγής των αντίστοιχων μη εμπορικών κλάδων σε τιμές παραγωγού
værdi i producentpriser af produktionen
αξία της παραγωγής σε βασικές τιμές
produktionsværdi i basispriser
αξία του καθένα
individuel værdi
αξία των αγαθών και υπηρεσιών που παρέχονται σε είδος στα νοικοκυριά
modværdien af de varer og tjenester,der leveres til husholdningerne i naturalier
αξία των αποθεμάτων ορυκτού πλούτου,άκοπης ξυλείας και εσοδείας πριν από τη συγκομιδή
værdi af naturforekomster,træ på roden eller afgrøder på roden
Get short URL