DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
στρατηγικό βομβαρδιστικό strategisk bombefly
στρατηγικό μαχητικό αεροσκάφος strategisk kampfly
στρατηγικό όπλα strategisk våben
στρατηγικό πυρηνικό όπλο strategiske atomvåben
στρατηγικό πυρηνικό όπλο strategiske kernevåben
στρατηγικό πυρηνικό όπλο strategisk atomvåben
στρατηγικό πυρηνικό όπλο strategisk interkontinentalt atomvåben
στρατηγικό πυρηνικό όπλο strategisk kernevåben
στρατηγικό σημείο forankringspunkt,fastgørelsespunkt
στρατηγικό σημείο udgangsstilling
στρατηγικός πύραυλος υποεπιφανείας-επιφανείας strategisk undervands-til-overflade-raket
στρατηγικός στόχος strategisk mål
στρατηγός general
στρατιωτικές δυνατότητες militær kapacitet
στρατιωτικές πληροφορίες militær efterretningsvirksomhed
στρατιωτικές πληροφορίες militære efterretninger
στρατιωτικές υποχρεώσεις værnepligt
στρατιωτική τεχνική συμφωνία militær teknisk aftale
Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων του Μάλι Den Europæiske Unions militærmission for at bidrage til uddannelsen af Malis væbnede styrker
Στρατιωτική αποστολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θα συμβάλει στην εκπαίδευση των ενόπλων δυνάμεων του Μάλι EUTM Mali