Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Industry
(18953 entries)
λοξοτομή
skær
λοξοτομή
kant
λοξοτομία
λοξή,πλαγία τομή
fas
λοξοτομώ
ρήμα
afskrå
λοξοτομώ
ρήμα
afskære skråt
λοξοειδής κοπή
diagonalsnit
λοξοκομμένο άκρο
facetsleben kant
λοξός φωτισμός
skrålys
λορέν
lorrain
λουτρό αναμονής
stående bad
λουτρό βαφής χρώματος κάδου
haspelkufe
λουτρό επινικέλωσης
forniklingsbade
λουτρό θρομβώσεως
koaguleringsbad
λουτρό ινοποίησης
spindebad
λουτρό καταβυθίσεως
koaguleringsbad
λουτρό κατακρημνίσεως
koaguleringsbad
λουτρό πλυσίματος
vaskebad
λουτρό πλυσίματος
vaskeflotte
λουτρό πλυσίματος
vaskevand
λουτρό συμπήξεως
koaguleringsbad
Get short URL