Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Construction
(5301 entries)
κατακόρυφη σύνδεση
vertikal afstivning
κατακόρυφη σχάρα
vægribber
κατακόρυφο ή κεκλιμένο στραγγιστήριο
afskærende dræn
κατακόρυφο στραγγιστήρι άμμου
vertikalt sanddræn
κατακόρυφο σώμα
ring
κατακόρυφον υποστήριγμα
vertikal stiver
κατακόρυφον υποστύλωμα
vertikal stiver
κατακόρυφος στραγγιστήρ
skorstensdræn
κατακορύφως αιρόμενη γέφυρα
hejsebro
κατακύρωσις
accept
κατακύρωσις
antagelse
κατάντη τοίχος
endevæg
κατάντη κατώφλιον ανεστραμμένου σίφωνος
underjordisk ledning med en skarp kronet hvælving
κατάντη κλίση
nedstrømsskråning
κατάντη πόδι του φράγματος
dæmningstå
κατάντη πόδι του φράγματος
nedstrøms dæmningstå
κατάντη στραγγιστήριο
drænlag
κατάντη στραγγιστήριο
dræntæppe
κατάσταση στεγαστικής αγοράς
situation på boligmarkedet
κατάστασις ποσοτήτων
mængdefortegnelse
Get short URL