Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Chemistry
(18242 entries)
καπρονικό οξύ
capronsyre
καπρυλική αλκοόλη
caprylalkohol
καπρυλικό οξύ
caprylsyre
καρτέλα προτύπου χρώματος
farvekort
κάρτες χρωματικής αντίθεσης
dækkeevnekort
καρτούσα θέρμανσης
varmepatron
καραζολόλη
carazolol
καραφιβάνη
carafiban
καρβoλικό έλαιo
fenololie
καρβoλικό έλαιo
karbol
καρβoλικό έλαιo
karbololie
καρβαζόλιο
carbazol
καρβαμιδική ένωση
karbamat
καρβαμιδικό
carbamat
καρβαμιδικό
karbaminat
καρβαμιδικό άλας
karbamat
καρβαμιδικός αιθυλεστέρας
ethylcarbamat
καρβαμιδικός εστέρας
karbamat
καρβαμίδιο
carbamid
καρβαμίδιο
E927 b
Get short URL