Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Health care
(9770 entries)
καρβετοκίνη
carbetocin
καρβοξυλικό οξύ
kulstofsyre
καρβουτερόλη
carbuterol
καρδιαγγειακά νοσήματα
hjerte-kar-sygdomme
καρδιαγγειακά νοσήματα
kardiovaskulære sygdomme
καρδιαγγειακή ασθένεια
hjerte-kar-sygdom
καρδιαγγειακή καταπληξία
chok
καρδιαγγειακή καταπληξία
hjertesvigt
καρδιαγγειακή καταπληξία
sammenstød
καρδιαγγειακή καταπληξία
shock
καρδιαγγειακός
hjerte/kar-
καρδιακή ανεπάρκεια
hjertesvigt
καρδιακή ανεπάρκεια
kredsløbssvigt
καρδιακή αρρυθμία
dysrytmi
καρδιακός κόλπος
hjerteøre
καρδιοαγγειακό νόσημα
hjerte-kar-sygdom
καρδιογενές shock
cardiogent shock
καρδιογενής καταπληξία
cardiogent shock
καρδιολογία
medicinske hjerte- og kredsløbssygdomme
καρηβαρία
døsighed
Get short URL