Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Construction
(5301 entries)
κεκλιμένο μέτωπο από επίχωση
jordskråning
κεκλιμένο μέτωπο από επίχωση
skråning
κεκλιμένος
skrå
κεκλιμένος θόλος σταθερής ακτίνας
skrånende tøndebue
κεκλιμένος θόλος σταθερής ακτίνας
tøndehvælving
κελυφοειδής κατασκευή
skalformet bygning
κέλυφος κτιρίου
klimaskærm
κέλυφος προστατευτικού περιβλήματος
indeslutningsskal
κεντράρισμα
buestilling
κεντράρισμα
forskalling
κεντρική εγκατάσταση παραγωγής
stationært blandeanlæg
κεντρική εγκατάσταση παραγωγής
betonblandeanlæg
κεντρική εγκατάσταση παραγωγής
betonstation
Κεντρική Επιτροπή Δασικής Ιδιοκτησίας της ΕΟΚ
Centraludvalget for EU's Skovbrugsejere
κεντρική επίβλεψη της κατασκευής των έργων
byggepladstilsyn
κεντρική κλεισιάδα
midtersluse
κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματος
betonblandeanlæg
κεντρική μονάδα παραγωγής σκυροδέματος
betonstation
κεντρικό άνοιγμα
midtespand
κεντρικό ελατήριο
forankringskegle
Get short URL