Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18295 entries)
καπνογόνος πυρκαγιά
osende afbrændt område
καπνοδόχος
skorsten
καπνοθύσανος
røgfane
καπνομίχλη
smog
καπνός
dunst
καπνός
røg
καπνός τσιγάρου
tobaksrøg
καπνός/αιθάλη/αναθυμιάσεις
damp
καπνός/αιθάλη/αναθυμιάσεις
dunst
καπνός/αιθάλη/αναθυμιάσεις
gasser
καπνός/αιθάλη/αναθυμιάσεις
røg
κάρτα ελέγχου καυσαερίων
system for luftforeningsbekæmpelse
καρακάξα
skade
καρβίδιο
carbid
καρβονοθερμική μέθοδος
karbotermisk metode
καρβονυλική ένωση
carbonylforbindelse
κάρβουνο
kul
κάρβουνο
fede kul
κάργια
allike
καρδι
ο
αγγειακό νόσημα
hjerte-kar-sygdom
Get short URL