DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
ηλιακή ενέργεια solenergi
ηλιακός συλλέκτης solfanger
ηλίανθος solsikke
ηλιέλαιο solsikkeolie
ηλικία εκμεταλλεύσεως hugstmoden alder
ηλικία εκμεταλλεύσεως alder ved sluthugst
ηλικία μεγίστης αποδοτικότητος omdriftsalder ved maksimal årlig tilvækst
ηλικιωμένος ældre person
ηλικιωμένος εργαζόμενος ældre arbejdstager
ημεδαποί ενδιαφερόμενοι indenlandsk interesseret person
ημεδαποί ιδιώτες που διαμένουν στο εξωτερικό για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους civile statsborgere,der opholder sig i udlandet i en periode,der overstiger ét år
ημεδαποί που είναι εγκατεστημένοι στη χώρα statsborgere bosat i landet
ημεδαπός όμιλος επιχειρήσεων national virksomhedsgruppe
ημερα αγοράς markedsdag
ημέρα αγοράς børsdag
ημέρα αγοράς markedsdag
ημέρα γενικού καθορισμού των τιμών dag med generel kursnotering
ημερήσια τιμή προσφοράς daglig tilbudspris
ημερήσια διάταξη dagsorden
ημερολογιακό έτος δημοσίευσης του έργου κατόπιν αδείας kalenderår,i hvilket den autoriserede offentliggørelse fandt sted