Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Economy
(14833 entries)
εκτελεστική εξουσία
udøvende myndighed
εκτελεστική επιτροπή
eksekutivkomité
εκτελεστική οδηγία
gennemførelsesdirektiv
εκτελεστικός κανονισμός
gennemførelsesforordning
εκτελεστικός οργανισμός
forvaltningsorgan
Εκτελεστικός Οργανισμός για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις
Forvaltningsorganet for Intelligent Energi
Εκτελεστικός Οργανισμός για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις
Forvaltningsorganet for Konkurrenceevne og Innovation
Εκτελεστικός Οργανισμός για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις
Forvaltningsorganet for Små og Mellemstore Virksomheder
Εκτελεστικός Οργανισμός για τους Καταναλωτές, την Υγεία και τα Τρόφιμα
Forvaltningsorganet for Sundhed og Forbrugere
Εκτελεστικός Οργανισμός για τους Καταναλωτές, την Υγεία και τα Τρόφιμα
Forvaltningsorganet for Forbrugere, Sundhed og Fødevarer
εκτέλεση της απόφασης
fuldbyrdelse af dom
εκτέλεση της ποινής
straffuldbyrdelse
εκτέλεση του προϋπολογισμού
gennemførelse af budget
εκτέλεση πληρωμών
foretage betaling
εκτέλεση σχεδίου
projektgennemførelse
εκτίμηση
værdiansættelse
εκτίμηση
forudsigelse
εκτίμηση
prognose
εκτίμηση της απόσβεσης πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές
beregning af realkapitalforbruget i løbende priser
εκτίμηση τιμής ενός νέου προϊόντος κατά την περίοδο βάσης
skønne over,hvad prisen for et nyt produkt ville have været i basisåret
Get short URL