DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Environment (18295 entries)
βασική τροφή hovednæringsmiddel
βασική εγκατάσταση αποχέτευσης basal sanitet
βασική επεξεργασία basisbehandling
βασική οργανική χημική ουσία primær organisk-kemisk forbindelse
βασική παρακολούθηση basisovervågning
βασική παρακολούθηση/στοιχειώδης παρακολούθηση basisovervågning
βασικό επίπεδο baggrundsniveau
βασικό επίπεδο προστασίας grundlæggende beskyttelsesniveau
βασικό επίπεδο προστασίας laveste beskyttelsesgrad
βασικότητα basicitet
βασικότητα/αλκαλικότητα basicitet
βασικός περιβαλλοντικός δείκτης miljømæssig nøgleindikator
βασιλαετός Ιβηρικής iberisk kejserørn
βαφείο malerværksted
βαφείο/συνεργείο βαφής malerværksted
βαφή farvestof
βαφή maling
βαφή/χρώμα maling
βεβαίωση certifikat
βέλτιστη διαθέσιμη τεχνολογία ; βέλτιστη διαθέσιμη τεχνική bedste tilgængelige teknikker