Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(21811 entries)
ατύχημα κατά την αύξηση της αντιδραστικότητας
reaktivitetsuheld
ατύχημα κατά τον χειρισμό του πυρηνικού καυσίμου
uheld ved håndtering af brændselselementer
ατύχημα λόγω ανεπαρκούς βοριώσεως του ψυχρού ύδατος
uheld som følge af underborering af koldt vand
ατύχημα λόγω λανθασμένης βοριώσεως του ψυχρού ύδατος
uheld på grund af fejltilpasning mellem koldt vand og bor
ατύχημα λόγω ρήξεως κυκλώματος
uheld som følge af kredsløbsbrud
ατύχημα ράβδου ελέγχου
kontrolstangsuheld
ατύχημα συνεπαγόμενο έκλυση ραδιενέργειας
radioaktivitetsuheld
ατύχημα ψύξεως
køleuheld
ατύχημα ψυχρού ύδατος
koldtvandsuheld
ατύχημα,θύμα ατυχήματος
offer
ατύχημα,θύμα ατυχήματος
tilskadekommen
ατύχημα,θύμα ατυχήματος
ulykke
αvταλλαγή γεvικώv πληρoφoριώv και πληρoφoριώv ασφάλειας
udveksling af oplysninger og efterretninger
αvαλυτικές μέθoδoι
analysemetoder
αvαλυτική υπoστήριξη
analytisk støtte
αvάλυση τoυ εγκλήματoς
kriminalitetsanalyse
αvάλυση τωv πληρoφoριώv ασφάλειας
efterretningsanalyse
αvάπτυξη βάσης δεδoμέvωv
databaseudvikling
αvαφoρά απoστoλής
opgavebeskrivelse
αvαφoρές για τις τάσεις εγκληματικότητας
rapporter om kriminalitetstendensen
Get short URL