DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Law (16130 entries)
αποκανονιστικοποίηση regelsanering
αποκήρυξη συνθήκης fornægtelse af en traktat
αποκλειστικά δικαιώματα βιομηχανικής ή εμπορικής ιδιοκτησίας eksklusive industrielle og kommercielle ejendomsrettigheder
αποκλειστικά δικαιώματα εμπορίας eneforhandlingsret
αποκλειστικά δικαιώματα εξαγωγής eneret til udførsel
αποκλειστικά δικαιώματα επί κατατεθειμένων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας eneret til indregistrerede patenter
αποκλειστική άδεια enelicens
αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας eksklusiv patentlicens
αποκλειστική άδεια εκμετάλλευσης που περιορίζει τον ανταγωνισμό konkurrencebegrænsende eksklusivlicens
αποκλειστική αρμοδιότητα enekompetence
αποκλειστική διάθεση μέσω της αλυσίδας ενοποιημένης διανομής produkt-levering udelukkende til franchisekæde
αποκλειστική δικαιοδοσία των δικαστηρίων enekompetence
αποκλειστική πληροφόρηση eneretsinformation
αποκλειστική προθεσμία forældelsesfrist
αποκλειστική προθεσμία frist der normalt ikke vil kunne forlænges
αποκλειστική υπηρεσία koncessioneret tjeneste
αποκλειστικό δικαίωμα eksklusiv ret
αποκλειστικό δικαίωμα eksklusiv rettighed
αποκλειστικό δικαίωμα eneret
αποκλειστικό δικαίωμα επί στοιχείου του σήματος eneret til en bestanddel af varemærket