Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
<<
>>
Terms for subject
General
(21842 entries)
διακυβερνητική συμφωνία
regeringsaftale
διακυβερνητική συνεργασία
mellemstatsligt samarbejde
διακυβερνητική συνθήκη
mellemstatslig traktat
Διακυβερνητική Σύσκεψη για την Πολιτική ΄Ενωση
regeringskonference om Den Politiske Union
διακυβερνητικό σχήμα
regeringssamarbejde
Διακυβερνητικός Ναυτιλιακός Συμβουλευτικός Οργανισμός
Den Internationale Søfartsorganisation
διακυμάνσεις φορτίου
belastningsvariationer
διακωδικοποίηση
Omkodning
διακόπτης εκτάκτου ανάγκης
kontakt for nødnedlukning
διακόπτης εξόδου
udgangsafbryder
διακόπτης κενού
undertryksventil
διακόπτης με ελεγχόμενο διάκενο σπινθηρισμού
gnistgabssikring
διακόπτης με συμπιεσμένο αέρα
trykluftbryder
διακόπτης ορίου
afbryder for endestop
διακόπτης στραγγαλισμού υπερπήδησης
kortslutningsbryder for drosselspole
διακόπτω την αγόρευσή μου
afbryde sin tale
διακόσμηση της βιτρίνας
vinduesudstilling
διακύμανση του κλίματος κατά το παρελθόν
de rekonstruerede klimaers foranderlighed
διαλογέας
person,der foretager triage
διαλογή
sortering
Get short URL