DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject General (21811 entries)
διακοπτόμενη δυναμικότητα afbrydelig kapacitet
διακόπτω την αγόρευσή μου afbryde sin tale
διακοπή της κύησης abort
διακοπή του βρασμού στον πυρήνα hindring af punktvis kogning
διακοπή εν θερμώ varm nedlukket tilstand
διακοπή παροχής shut-off
διακοπή προγράμματος programstop
διακοπή συνεδρίασης mødeafbrydelse
διακοπή υπηρεσίας afbrydelse af tjenesten
διακοσμητικόν φλοίωμακαπλαμάς dekorationsfiner
διακόσμηση της βιτρίνας vinduesudstilling
διακρατικό πρόγραμμα TACIS tværstatslig TACIS-program
διακριτικό σημάδι diakritisk tegn
διακριτικός έλεγχος πρόσβασης δικτύου diskretionær adgangskontrol for netværk
διακρίβωση του εξοπλισμού kalibrering af udstyr
διακρίβωση χωρίς προαναγγελία uanmeldt undersøgelse
διάκριση, ομοιογένεια σταθερότητα selvstændighed, ensartethed og stabilitet
Διακυβερνητική Αρχή για την Ανάπτυξη Den Mellemstatslige Organisation for Udvikling
Διακυβερνητική αρχή για την ξηρασία και την ανάπτυξη Den Mellemstatslige Myndighed for Tørke og Udvikling
Διακυβερνητική Διάσκεψη για τη θεσμική μεταρρύθμιση regeringskonference om reform af institutionerne