Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Environment
(18295 entries)
ανοσοποιητικό σύστημα
immunsystem
ανοσοπροσδιορισμός
immunanalyse
άνουρα
frøer
άνουρα/άκερκα
(βάτραχοι)
frøer
ανοχή στην οξύτητα
modstandskraft mod syre
άνυδρη περιοχή
aride områder
άνυδρο και ανόργανο
tør og fri for mineraler
άνυσμα
vektor
άνυσμα πλέγματος
vektor til raster
ανύψωση
hævning
(geologisk)
ανύψωση/ύψωμα
[γεωλογικός όρος]
hævning
(geologisk)
ανώτατο όριο της πλημμυρίδας
højvandslinje
άνωση παραλλήλου μετατοπίσεως
overgangsstigning
αξία
(της γης)
grundværdi
αξία
(της γης)
jordværdi
αξία από πλευράς τοπίου
landskabsværdi
αξία αποκατάστασης
kravværdi
αξία βιωσιμότητας
værdien af fortsat eksistens
αξία
(της)
γης
grundværdi
αξία
(της)
γης
jordværdi
Get short URL