DictionaryForumContacts

   Greek Danish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Environment (18295 entries)
μονάδα παραγωγής ενέργειας με καύση άνθρακα kulfyret kraftværk
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας elkraftværk
μονάδα (σταθμός) παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ισχύος) elkraftværk
μονάδα παραγωγής καύσιμης ύλης από απορρίμματα affaldsbehandlingsanlæg med brændstofproduktion
μονάδα πολιτικής προστασίας civilbeskyttelsesmodul
μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο gasdrevet anlæg
μονάδα συναποτέφρωσης medforbrændingsanlæg
μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας vandkraftværk
μονάδα υδροηλεκτρικής ενέργειας hydroelektrisk kraftværk
μονάδα φιλτραρίσματος filtreringsanlæg
μονάδα χημικής βιομηχανίας kemifabrik
μονάδα χημικής βιομηχανίας/εργοστάσιο χημικών kemifabrik
μονάδα χημικής βιομηχανίας/εργοστάσιο χημικών kemisk fabrik
μονάς εξαγωγής στην ατμόσφαιρα udblæsningsenhed
μόνιμες χορτολιβαδικές εκτάσεις græsarealer uden for omdriften
μόνιμες χορτολιβαδικές εκτάσεις vedvarende græsarealer
μόνιμη γραμματεία fast sekretariat
Μόνιμη διακρατική επιτροπή για την καταπολέμηση της ξηρασίας στο Σαχέλ Den Mellemstatslige Tørkekomité i Sahel
Μόνιμη Επιτροπή της Σύμβασης διεθνούς εμπορίας ειδών της άγριας πανίδας και χλωρίδας που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν (CITES) Det Stående CITES-udvalg
Μόνιμη Επιτροπή Εποπτείας και Επιθεώρησης Den Stående Komité for Observation og Inspektion