DictionaryForumContacts

   
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Φ Χ Ψ Ω   <<  >>
Terms for subject Economy (14833 entries)
άτομο με διανοητική μειονεξία mentalt handicappet
άτομο με ειδικές ανάγκες handicappet
άτομο με σωματική μειονεξία fysisk handicappet
άτομο μόνιμα εγκατεστημένο person der har fast bopæl
άτομο που απουσιάζει προσωρινά person der er midlertidigt fraværende
άτομο που έχει εργαστεί με μειωμένο ωράριο σ όλη τη διάρκεια του έτους person,der arbejder på deltid hele året igennem
άτομο που φροντίζει ηλικιωμένους σε μη επαγγελματική βάση frivillig plejer
άτυπη μορφή εργασίας atypisk arbejde
άτυπη οικονομία uformel økonomi
άτυπος τομέας απασχόλησης uformel sektor
άτυπος διαγωνισμός ή απευθείας διαπραγματεύσεις uformel konkurrence eller direkte forhandlinger
ατύχημα κατά τη μεταφορά transportulykke
ατυχήματα στο σπίτι ulykke i hjemmet
αvάλυση ευαισθησίας sensitivitetsanalyse
αβασίλευτη δημοκρατία republik
αβέβαιο κέρδος ekstraordinær indtægt
Αβρουζία Abruzzi
αγαθά τα οποία βρίσκονται άμεσα ή έμμεσα υπό διαμετακομιστικό καθεστώς afgang af varer som direkte eller indirekte transit
αγαθά της ομάδας "Υπηρεσίες ανακύκλωσης" produkter fra gruppen genbrugsmaterialer
αγαθά για οικονομικές δυνατότητες μισθωτών løngoder