DictionaryForumContacts

   Greek Russian
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ   <<  >>
Terms for subject General (8491 entries)
διαίρεση деление
διαιρούμαι делиться
διαιρώ делить
διαίσθηση интуиция
διακεκριμένη видный
διακεκριμένη выдающийся
διακεκριμένο видный
διακεκριμένο выдающийся
διακεκριμένος видный
διακεκριμένος выдающийся
διακινώ перемещать
διακοπές каникулы dbashi­n
διακοπή перерыв
διακοπή прекращение
διακόσια двести
διακρίνομαι отличаться
διακρίνω отличать
διακρίνω различать
διάκριση отличие
διαλέγω выбирать