DictionaryForumContacts

   Greek Russian
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Forestry (3906 entries)
δασολογική σχολή лесная школа
δασολόγος лесной инженер
δασολόγος στη δημόσια δασική υπηρεσία государственный лесничий
δασοπονία μικρής κλίμακας небольшое лесное хозяйство
δασοπονία πολλαπλών χρήσεων многоцелевое лесное хозяйство
δασοπυρόσβεση защита лесного пожара
δάσος κηπευτόν выборочный лес
δάσος κωνοφόρων хвойный лес
δάσος πεύκης боровой лес
δάσος πλατύφυλλων лиственный лес
δάσος που υπέστη υπερκάρπωση увеличение диаметра скважины
δασοσυστάδα древостой
δασοσυστάδα лесостой
δασόφιλος ветреница дубравная
δάσωση μιας περιοχής που δεν προϋπήρχε δάσος лесовозобновление
δάσωση μιας περιοχής που δεν προϋπήρχε δάσος лесоразведение
δάσωση μιας περιοχής που δεν προϋπήρχε δάσος посадка леса
δεδομένα данны
δείγμα образец
δειγματοληπτική επιφάνεια пробная площадь