Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Polish
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω Ϊ
<<
>>
Terms for subject
Finances
(3629 entries)
ασφαλιστικό στοιχείο βασικών ιδίων κεφαλαίων
pozycja ubezpieczeniowa podstawowych funduszy własnych
ασφαλιστικό στοιχείο ιδίων κεφαλαίων της Κατηγορίας 1
pozycja ubezpieczeniowa funduszy własnych Tier I
ασφαλισμένα δάνεια σε μετρητά
zabezpieczone pożyczki gotówkowe
αυτόματη ταμειακή μηχανή' αυτόματη ταμειολογιστική μηχανή' μηχάνημα αυτόματης συναλλαγής
bankomat
αυτόματη εξόφληση λογαριασμών; αυτόματη χρέωση των τραπεζικών λογαριασμών του δικαιούχου
polecenie zapłaty
αυτοματοποιημένη επεξεργασία
przetwarzanie bezpośrednie
αυτόνομη οντότητα διαχείρισης του κινδύνου ρευστότητας
podgrupa płynnościowa
αυτορευστοποιήσιμος
samospłata
άυλη μορφή
forma zdematerializowana
άυλος τίτλος
papier wartościowy zdematerializowany
αύξηση της απασχόλησης
wzrost zatrudnienia
αύξηση του δυνητικού προϊόντος
wzrost produktu potencjalnego
αύξηση του κεφαλαίου
podwyższenie kapitału
αύξηση κεφαλαίου με εισφορά σε είδος
podwyższenie kapitału w drodze wniesienia wkładu niepieniężnego
αύξηση κεφαλαίου με εισφορά σε είδος
podwyższenie kapitału w drodze wniesienia aportu
αύξηση μετοχικού κεφαλαίου
podwyższenie kapitału
αύξων αριθμός
numer porządkowy
Αφρικανική Τράπεζα Αναπτύξεως
Afrykański Bank Rozwoju
βαθμίδα πιστωτικής ποιότητας
stopień jakości kredytowej
βαθμολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας
punktowa ocena kredytowa
Get short URL