DictionaryForumContacts

   Greek Polish
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Education (295 entries)
εμπειρογνωσία know-how
εμπειρογνωσία wiedza ekspercka
εναλασσόμενη επαγγελματική κατάρτιση szkolenie w formach naprzemiennych
εναλασσόμενη επαγγελματική κατάρτιση system dualny
εναλλασσόμενη εκπαίδευση szkolenie w formach naprzemiennych
εναλλασσόμενη εκπαίδευση system dualny
ενεργός μάθηση action learning
εξ αποστάσεως κατάρτιση nauczanie na odległość
εξατομικευμένη μάθηση nauczanie zindywidualizowane
εξατομικευμένη μάθηση indywidualna nauka
επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση kształcenie i szkolenie zawodowe
επαγγελματική ένταξη και επανένταξη στην αγορά της εργασίας integracja zawodowa i reintegracja z rynkiem pracy
επαγγελματική επιμόρφωση szkolenie zawodowe
επιτροπή προσωπικού rada pracownicza
επιμόρφωση των εκπαιδευτικών ; συνεχής κατάρτιση των εκπαιδευτικών doskonalenie zawodowe nauczycieli
επίπεδο εκπαιδεύσεως poziom wykształcenia
επίσημη τυπική εκπαίδευση kształcenie formalne
Ευρωπαϊκές δεξιότητες/ικανότητες, προσόντα και επαγγέλματα zasady ramowe dotyczące umiejętności, kompetencji i zawodów (ESCO)
Ευρωπαϊκές δεξιότητες/ικανότητες, προσόντα και επαγγέλματα europejska klasyfikacja umiejętności, kompetencji i zawodów
Ευρωπαϊκή Ένωση Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Europejskie Stowarzyszenie Instytucji Szkolnictwa Wyższego