DictionaryForumContacts

   Greek Portuguese
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Ϊ   <<  >>
Terms for subject Economy (12979 entries)
χρηματοπιστωτικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται για αόριστο χρονικό διάστημα passivo em que o prazo é indeterminado
χρηματοπιστωτική απαίτηση κατά του Ταμείου ativo financeiro sobre o Fundo
χρηματοπιστωτική βοήθεια ajuda financeira
χρηματοπιστωτική εποπτεία supervisão financeira
χρηματοπιστωτική ευρωστία solidez financeira
χρηματοπιστωτική κατηγορία rubrica financeira
χρηματοπιστωτική κρίση crise financeira
χρηματοπιστωτική πολιτική política financeira
χρηματοπιστωτική συμφωνία acordo financeiro
χρηματοπιστωτική συνεργασία cooperação financeira
χρηματοπιστωτική υπηρεσία serviço financeiro
χρηματοπιστωτικός όμιλος ετερογενών δραστηριοτήτων conglomerado financeiro
χρηματοπιστωτικός οργανισμός instituição financeira
χρήστης unidade utilizadora
χρήστης της πληροφορίας utilizador da informação
χρήστης της πληροφορικής utilizador informático
χρήστης του διαδικτύου internauta
χρήστης των μεταφορικών μέσων utente dos transportes
χρήστης υπηρεσίας consumidor de serviços
χρήσεις των αγαθών και υπηρεσιών empregos de bens e serviços