Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Portuguese
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
Ϊ
<<
>>
Terms for subject
General
(18472 entries)
προαγωγή κατ' αρχαιότητα
diuturnidade
προαιρετική διαβούλευση, προαιρετική αίτηση γνωμοδότησης
consulta facultativa
προαιρετική εκδρομή
excursão facultativa
προαιρετική εκδρομή
visita opcional
προαιρετική ομαδική ασφάλιση
seguro de grupo facultativo
προαιρετική προσφυγή
consulta facultativa
προαιρετική συνέχιση της ασφαλίσεως
seguro facultativo continuado
Προαιρετικό πρωτόκολλο στη Σύμβαση για τα δικαιώματα των ατόμων με εναπηρίες
Protocolo Opcional à Convenção sobre os Direitos das Pessoas com Deficiência
προαναγγελία θυελλώδους ανέμου
aviso de vento muito forte
προανάμιξη
pré-mistura
προαποδοχή συμφωνίας
acordo prévio
προαστειοποίηση
suburbanização
πρόβα
ensaio
προβαίνω σε επισκόπηση της γενικής πολιτικής
troca de impressões sobre política geral
προβάλλω νόμιμους λόγους εξαιρέσεως
invocar causas legítimas de escusa
προβάλλω, τονίζω
destacar
προβάλλω, τονίζω
pôr em evidência
προβάλλω, τονίζω
pôr em relevo
προβάλλω, τονίζω
salientar
προβλεπόμενη αποδοτικότητα
rentabilidade previsível
Get short URL